- Φοίνικες
- Αρχαίος σημιτικός λαός που κατοικούσε από τις αρχές της 3ης χιλιετίας στην περιοχή που οι Έλληνες ονόμασαν Φοινίκη και βρισκόταν στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στα Β του όρους Καρμήλου, μεταξύ Παλαιστίνης και Συρίας. Προϊστορικά ευρήματα μαρτυρούν πως η περιοχή κατοικούνταν από την παλαιολιθική εποχή, αλλά μόνο από την 3η χιλιετία π.Χ. υπάρχουν πληροφορίες –αρκετά αβέβαιες άλλωστε και γεμάτες κενά– για διαδοχικές μεταναστεύσεις σημιτικών λαών, που πιθανότατα προέρχονταν από την αραβική χερσόνησο. Έως τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. έχουμε μόνο έμμεσες πληροφορίες για τους Φ. από τα αρχεία των πόλεων της Μεσοποταμίας –ιδιαίτερα εκείνων που βρέθηκαν πρόσφατα, όπως της Μάρι και της Ουγκαρίτ, που μαρτυρούν συχνές εμπορικές και πολιτικές σχέσεις των Αρκάδων βασιλιάδων με τις φοινικικές χώρες– και των αιγυπτιακών αρχείων.
Ιδιαίτερα μεγάλα και πλούσια σε πληροφορίες, κυρίως από την τέταρτη φαραωνική δυναστεία κι έπειτα, είναι τα αρχεία της Αιγύπτου, που περιέχουν μαρτυρίες όχι μόνο για εμπορικές ανταλλαγές, αλλά και για πολεμικές εκστρατείες, που έκαναν οι φαραώ εναντίον των παράλιων πληθυσμών της βόρειας Συρίας, όπου κατόρθωσαν να επιβάλουν μακρά επικυριαρχία, την οποία ασκούσαν με διοικητές και μικρές στρατιωτικές φρουρές.
Η Φοινίκη φαίνεται χωρισμένη από την αρχή σε μικρές πόλεις-κράτη, που διατήρησαν πάντα κάποια τοπική αυτονομία. Η κύρια ασχολία τους –στην οποία σχεδόν εξαναγκάστηκαν από τη στενότητα του καλλιεργήσιμου εδάφους της περιοχής– ήταν το θαλάσσιο εμπόριο, που φαίνεται ότι ανθούσε από τους πιο αρχαίους χρόνους μεταξύ της Βύβλου και των αιγυπτιακών πόλεων του Δέλτα του Νείλου. Αλλά και η παραγωγή διάφορων αντικειμένων, καλλιτεχνικών ή χρηστικών, φαίνεται αρκετά ανεπτυγμένη, γιατί οι Φ. μπόρεσαν να επωφεληθούν από την πείρα του αιγυπτιακού και του μεσοποταμιακού πολιτισμού –μεταξύ των οποίων ενεργούσαν στην αρχή ως γέφυρα– και του αιγαίου πολιτισμού.
Οι σημαντικότερες πόλεις-κράτη ήταν, εκτός από τη Βύβλο, που αποτελούσε και το κύριο θρησκευτικό κέντρο της Φοινίκης, η Σιδών, η Άκκα, η Βηρυτός, η Τύρος κλπ., μεταξύ των οποίων είχαν εκδηλωθεί μακρές και άγριες αντιζηλίες, περισσότερο ή λιγότερο φανερές, ανάλογα με το αν υπήρχε στην Αίγυπτο ισχυρή κρατική εξουσία ή αν αυτή περνούσε κρίσεις σε περιόδους μεταβατικές. Κατά τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ., όταν άρχισε η οριστική παρακμή των φαραώ και χαλάρωσαν ή εξαφανίστηκαν τελείως οι δεσμοί εξάρτησης της Φοινίκης από την Αίγυπτο, φαίνεται πως η Σιδών σημείωσε μια πρώτη μεγάλη περίοδο ηγεμονίας, από την οποία προέρχεται πιθανότατα το όνομα Σιδώνιοι, που αποδίδεται στους Φ. τόσο στη Βίβλο όσο και στα ομηρικά έπη. Κατόπιν, γύρω στο 1000 π.Χ., η ηγεμονία πέρασε στην Τύρο, με την οποία συμπίπτει η περίοδος της μεγαλύτερης ναυτικής δράσης των Φ., που, από το Αιγαίο, απλώθηκαν στην κεντρική και στη δυτική Μεσόγειο, ιδρύοντας πολλές και συχνά ακμαιότατες αποικίες στην Κύπρο, στη Μάλτα, στη Σικελία, στη νότια Σαρδηνία, στις νοτιοανατολικές ακτές της Ιβηρικής Χερσονήσου και σε μερικές ζώνες της βόρειας Αφρικής.
Ιδιαίτερα σημαντική από τις τελευταίες αυτές ήταν η Καρχηδόνα, που ιδρύθηκε, κατά την παράδοση, από την Έλισσα –τη μυθική Διδώ–, αδελφή του βασιλιά Πυγμαλίωνα (810-774 π.Χ.), έπειτα, όπως φαίνεται, από έναν εμφύλιο πόλεμο, που ανάγκασε μέρος του φοινικικού πληθυσμού να φύγει από την Τύρο.
Γρήγορα όμως η φοινικική δύναμη άρχισε να κλονίζεται, καθώς αναπτυσσόταν η επεκτατική πολιτική των Ασσυρίων και κατόπιν των Βαβυλωνίων βασιλιάδων, ενώ παράλληλα εξασθενούσαν οι δεσμοί των αποικιών με τη μητρόπολη. Το 675 π.Χ. η Σιδών περιήρθε στην ασσυριακή κυριαρχία και γρήγορα την ακολούθησαν και άλλες πολλές. Το 573 και η Τύρος, τελευταίο προπύργιο της φοινικικής ανεξαρτησίας, περιήλθε στο ζυγό της νέας βαβυλωνιακής δύναμης. Από τη στιγμή αυτή η ιστορία των Φ. είναι ουσιαστικά η ιστορία της παρακμής τους υπό διαδοχικούς κυρίαρχους: τους Πέρσες, που ακολούθησαν τους Ασσυρίους και τους Βαβυλωνίους, έπειτα τους Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του και τέλος τους Ρωμαίους, που, αφού κατάστρεψαν την Καρχηδόνα, το τελευταίο φοινικικό κράτος της Μεσογείου. Επομένως, από τον 3o-2o π.Χ. αι. σταματά η ιστορία των Φ. ως έθνους.
Πολύ λίγα ξέρουμε, εκτός από τις σπάνιες πληροφορίες που αναφέρονται στις ιστορικές περιπέτειες των Φ., για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πολιτισμού τους, από τον οποίο σώζονται ελάχιστα ίχνη. Οι Έλληνες τους απέδιδαν την τιμή πως πρώτοι βρήκαν το αλφάβητο που κατόπιν το διέδωσαν στους άλλους λαούς της Μεσογείου και πως αυτοί δημιούργησαν την επιστήμη της αστρονομίας και των μαθηματικών: αυτοί πρώτοι, άλλωστε, μελέτησαν το φαινόμενο της παλίρροιας και πέτυχαν να εκμεταλλευτούν τη θέση των άστρων για να προσανατολίζονται στα θαλασσινά ταξίδια τους.
Σχετικά με τη φοινικική τέχνη, συζητήθηκε πολύ η πρωτοτυπία της, την οποία αρνούνται πολλοί μελετητές. Ενδιαφέρουσες ανασκαφές συνεχίζονται στην Ουγκαρίτ και στη Βύβλο, όπου βρέθηκαν ερείπια μεγαλοπρεπούς ναού που χρονολογείται στο 2000 π.Χ. Για τη γλυπτική μπορούμε να αναφέρουμε μερικά μετάλλινα αγαλμάτια της Ουγκαρίτ, ενώ τα χάλκινα των μέσων της 2ης χιλιετίας π.Χ. μαρτυρούν αιγυπτιακή επίδραση. Η αγγειοπλαστική έχει συγχρόνως αιγυπτιακά και συριακά χαρακτηριστικά. Έπειτα από μια απότομη διακοπή στα τέλη της 2ης π.Χ. χιλιετίας (με την εισβολή των λαών της θάλασσας) έχουμε μια νέα άνθηση, της οποίας η σημαντικότερη συμβολή είναι τα έργα από ελεφαντοστούν του Νεμρώδ και τα μεταλλικά κύπελλα, ενώ τα κύπελλα που αναφέρονται ως φοινικικός χαλκός βρέθηκαν όλα έξω από το φοινικικό έδαφος. Με την κυριαρχία των Ασσυρίων (8ος αι. π.Χ.) δεν υπάρχουν πια ίχνη φοινικικής τέχνης.
Θρησκεία. Στο πάνθεο των αρχαίων φοινικικών πόλεων κυριαρχούσαν δύο ανδρικές θεότητες, ο Ελ και ο Βάαλ, και δύο γυναικείες, η Ανάτ και η Αστάρτη. Ο Ελ (κατά λέξη, θεός) ήταν η ανώτερη θεότητα, απομακρυσμένη από τον κόσμο. Συνδεόμενος με τα υπόγεια νερά, κατοικούσε «στις πηγές δύο ποταμών» και ήταν θεός της σοφίας, χαρακτηριστικό που τον πλησιάζει με τον μεσοποταμιακό θεό της μαγείας Ένκι ή Έα, που κατοικούσε στις αβύσσους του ωκεανού. Ο Βάαλ (κατά λέξη, κύριος, άρχοντας) ήταν αντίθετα ένας θεός με δράση, που έδινε τη γονιμότητα στους αγρούς και κυβερνούσε τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα, που «ίππευε τα σύννεφα» και πότιζε τα χωράφια με άφθονη βροχή. Η λατρεία του ήταν διαδεδομένη σε όλους τους σημιτικούς λαούς της συροπαλαιστινιακής περιοχής και της Μεσοποταμίας: οι Αραμαίοι τον ονόμαζαν Χαντάντ, οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι Αντάντ.
Η Ανάτ, αδελφή και σύζυγος του Βάαλ, ήταν η θεά της παρθενίας, της γονιμότητας και του έρωτα. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν το φλογερό πάθος και γι’ αυτό τη λάτρευαν και ως θεά της βίας, του πολέμου και της σφαγής. Η Αστάρτη, όμοια με την Ανάτ, ήταν η μεγάλη γυναικεία θεά της γονιμότητας, που οι Έλληνες ταύτιζαν με την Αφροδίτη· με τον χαρακτήρα της και το όνομά της θύμιζε τη μεσοποταμιακή Ιστάρ.
Πλάι σε αυτές τις κύριες θεότητες υπήρχαν και πολλές άλλες, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη σημασία είχαν εκείνες που προστάτευαν τις διάφορες πόλεις: ο Μελκάρτ (κατά λέξη, κύριος), νεαρός θεός που χαρακτηρίζεται από έναν μύθο για τον θάνατο και την ανάστασή του και που συνδέεται με τους κύκλους της γεωργίας, ανάλογα με τον μεσοποταμιακό Ταμούζ και τον αιγυπτιακό Όσιρι.
Πληροφορίες για τις θεότητες αυτές μας προσφέρουν τα κείμενα της πόλης Ουγκαρίτ (2η χιλιετία π.Χ.), που περιέχουν μύθους και έπη και έχουν γενικά αγροτικό χαρακτήρα. Τέτοια ποιήματα απαγγέλλονταν κατά τις τελετές. Η λατρεία ήταν αρκετά απλή: υπήρχαν ναοί και στεγασμένα ιερά, αλλά ήταν πολύ διαδεδομένα και τα υπαίθρια ιερά, ιεροί περίβολοι που βρίσκονταν πάνω σε υψώματα και μέσα στους οποίους υπήρχε ένας πέτρινος βωμός, που τον τιμούσαν ως κατοικία της τοπικής θεότητας.
Ο ναός των οβελίσκων στη Βύβλο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής των Φοινίκων: αφιερωμένος στον θεό Ρεσέφ, χτίστηκε στη θέση παλαιοτέρου της 3ης π.Χ. χιλιετίας.
Μικρό άγαλμα γυναικείας θεότητας της δεύτερης προχριστιανικής χιλιετίας, χαρακτηριστικό των ρεαλιστικών τάσεων της τέχνης των Φοινίκων (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Χρυσό κύπελλο με ανάγλυφη διακόσμηση χαρακτηριστικό δείγμα της φοινικικής τέχνης (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
ΦΟΙΝΙΚΗ
Dictionary of Greek. 2013.